Ένα ηλιόλουστο πρωινό στο δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας, το φως είχε αρχίσει να μπαίνει από τα κλειστά ξύλινα παντζούρια της μικρής Φίφης. Η Φίφη είχε αρχίσει ν’ ανοίγει τα μάτια της· όταν τ’ άνοιξε εντελώς, ξαφνιάστηκε για μια στιγμή αλλά μετά από λίγο θυμήθηκε ότι είχε μετακομίσει. Τα χαρτόκουτα ήταν στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο και γεμάτα από περιοδικά, επιτραπέζια παιχνίδια, ρούχα και άλλα χρήσιμα πράγματα δικά της. Κυρίως όμως ήταν γεμάτα με πινέλα, παλέτες, τέμπερες, ακουαρέλες και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς σε σχέση με τη ζωγραφική. Ξαφνικά ακούστηκε η φωνή της μαμάς της να λέει:
--άντε μικρή μου ζωγράφισε, σήκω.
--τώρα, είπε εκείνη και χασμουρήθηκε. Καθώς ανέβαινε τα ξύλινα θορυβώδη σκαλιά του διαδρόμου για να πάει στην κουζίνα, μύρισε μια μυρωδιά γνωστή και συγχρόνως υπέροχη. Συνεπαρμένη από αυτήν σκόνταψε σ’ ένα χαρτόκουτο. Σ’ αυτό το κουτί υπήρχαν τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες. Πήγε να ανοίξει ένα αλλά θυμήθηκε ότι τη φώναξε η μαμά της. Μετά από μια διαδρομή μετ’ εμποδίων στην κυριολεξία, έφτασε στο ξύλινο τραπέζι της κουζίνας. Καθώς δεν υπήρχε τίποτα επάνω του κοίταξε προς το φούρνο. Το γυαλί του είχε θολώσει από τη ζέστη. Άνοιξε μ’ ένα μαγειρικό πολύχρωμο γάντι την πόρτα του φούρνου. Ένας ζεστός και μυρωδάτο αέρας βγήκε απ’ αυτόν. Αφού αραίωσε λίγο ο καπνός ξεπρόβαλαν κεκάκια σοκολάτας. Η Φίφη χωρίς να χάσει χρόνο , πήρε ένα και το έβαλε σε μια χαρτοπετσέτα. Δεν είχαν ξεπακετάρει ακόμα τα πιάτα και τα ποτήρια. Το άφησε για λίγο μέχρι να κρυώσει για να καλημερίσει τη μαμά της. Βγήκε στο μπαλκόνι και την είδε να κοιτάει προς το δρόμο, ενώ σούφρωνε τα χείλη της, με μια δόση λύπης.
--μαμά τι κοιτάς; τη ρώτησε, προσπαθώντας να δει πού πέφτει το βλέμμα της.
-- πρώτον, μια καλημέρα δεν κάνει κακό και δεύτερον, κοιτάω μια γατοπαρέα απέναντι να προσπαθεί να φτάσει ένα πουλάκι. Το κακόμοιρο, φαίνεται να έσπασε το πόδι του…
--μαμά, φώναξε ξαφνιασμένη η Φίφη, κοίτα μια γάτα εκεί που έχει τραυματιστεί και οι άλλες απλά την αγνοούν! Πρέπει να κάνω κάτι, είπε, παίρνοντας μια από τις ξανθές της μπούκλες στριφογυρίζοντάς την. Είχε περάσει ένα λεπτό και αναφώνησε με ελάχιστη όμως σιγουριά:
--εδώ πιο κάτω έχει ένα κτηνιατρείο. Μπορώ μαμά να πάω το γατούλη εκεί; Ε, μπορώ;
Η μητέρα της απάντησε καταφατικά. Η Φίφη χωρίς να χάσει χρόνο πήγε στο δωμάτιό της και ντύθηκε. Πήρε μαζί της μια παλιά πάνινη τσάντα, για να βάλει μέσα το γατούλη.
Αφού κατέβηκε τις σκάλες σαν αστραπή-παραλίγο να πέσει, καθώς δεν τις ήξερε ακόμα καλά- βρέθηκε κοντά στο γάτο. Τα γουρλωτά μαύρα ματάκια του την κοίταζαν βουρκωμένα. Με γρήγορες κι απαλές κινήσεις τον έβαλε μέσα στην τσάντα και το πήρε αγκαλιά. Μετά από δέκα λεπτά διαδρομής έφτασαν στο κτηνιατρείο. Ο γιατρός τους δέχτηκε αμέσως. Ο γάτος είχε σπάσει το δεξί μπροστινό πόδι του και θα έπρεπε να μείνει μια μέρα στο ιατρείο. Το γατούλη τον έπιασε πανικός. Τι θα έλεγαν οι φίλοι του, αναρωτήθηκε. Θα τον καταλάβαιναν και θα τον συμπονούσαν ή απλά θα τον κορόιδευαν; Τέτοιες μαύρες σκέψεις περνούσαν απ’ το ταραγμένο μυαλό του, ενώ ξάπλωνε στο μαλακό μαξιλάρι του κτηνιατρείου, απολαμβάνοντας τις φροντίδες του γιατρού.
Την άλλη μέρα , νωρίς το πρωί, με γρήγορα βήματα, η Φίφη πήγε στο κτηνιατρείο για να πάρει το Λούκο, έτσι τον ονόμασε, επειδή ήταν ολόιδιος μ’ ένα καρτούν που έβλεπε στην τηλεόραση. Λοιπόν, να την που έφτασε στο ιατρείο και τώρα φεύγει με το Λούκο αγκαλιά. Στο δρόμο καθώς η Φίφη κοιτούσε το μέρος που τον βρήκε τραυματισμένο, εκείνος σκεφτόταν ότι πάει περίπατο η κακή του φήμη, τώρα πια έγινε «καλός», σπιτικός, θα τον εγκατέλειπαν με τον Παραμυθά-ήταν ο γερο γάτος που έλεγε παραμύθια, όπως φανερώνει και τ’ όνομά του-. Κι έκανε τόσο κόπο για ν’ αποκτήσει αυτό το όνομα!
Μετά από ένα μικρό ταξίδι μέσα στην τσάντα φτάσανε κορίτσι και γάτος σπίτι. Η Φίφη θα ήθελε τόσο πολύ να τον κρατήσει, μα ήξερε πως αυτό δε γινόταν. Άφησε τον Λούκο λοιπόν ελεύθερο, αφού τον αποχαιρέτισε και άνοιξε κουρασμένη τη βαριά πόρτα της πολυκατοικίας.
Ο γάτος πήγε στο «λημέρι του λεοπαρδαλέ γάτου»· εκεί μαζεύονταν όλες οι «κακές» γάτες κι έπιναν κρύο γάλα. Μόλις πάτησε την πατουσίτσα του, όλοι άρχισαν να γελάνε και να τον κοροϊδεύουν που τον αγκάλιασε ένα κορίτσι. Κι ένας «έξυπνος» γάτος, ο Ρούλης του λέει περιπαιχτικά:
-- ε, σκληρέ πώς και δε σε έκανε μπάνιο το κορίτσι;
Τότε ήταν το αποκορύφωμα! Ο Λούκος ορμάει με τα νύχια έξω στο Ρούλη και χωρίς να το καταλάβουν καλά καλά, άρχισες ένας δυνατός καβγάς. Είχε σουρουπώσει πια κι ο καβγάς συνεχιζόταν αμείωτος. Κάποια στιγμή η Φίφη άκουσε ένα δυνατό γνωστό νιαούρισμα που αντήχησε σ’ όλη τη γειτονιά. Άρπαξε τότε το παλτό της, έβαλε τις πιτσιλωτές της γαλότσες και με τις άσπρες με κεκάκια διακοσμημένες πιτζάμες της, έτρεξε εκεί από όπου ακουγόταν το νιαούρισμα. Στο μεταξύ είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει για τα καλά, αλλά η Φίφη βρήκε το στέκι των γάτων, οδηγούμενη από τη φασαρία και τα δυνατά νιαουρίσματα και μπήκε μέσα.
Καθώς το βλέμμα της περιπλανήθηκε με αγωνία στο χώρο, είδε το Λούκο πεσμένο και εξουθενωμένο να νιαουρίζει όσο πιο δυνατά μπορούσε για βοήθεια, ενώ οι άλλες γάτες τον χτυπούσαν. Εξοργισμένη μ’ αυτές άρχισε να τις φοβίζει για να τις διώξει, αλλά δεν τις έλεγαν άδικα «κακές». Ένας σκελετωμένος γάτος πήδηξε στον αέρα κοντά στη Φίφη και την ακούμπησε. Μια σταγόνα αίμα κύλησε στο μάγουλό της. Την γρατζούνησε. Εξοργισμένη πήρε το Λούκο αγκαλιά της κι άρχισε να τρέχει. Ένα κοπάδι γάτων την ακολούθησε.
Ευτυχώς μετά από τόσο τρέξιμο, έχοντας αγκαλιά το Λούκο που δεν ήταν και τόσο ελαφρύς, έφτασε αγκομαχώντας σπίτι της. Πήρε το ασανσέρ και χτύπησε το κουδούνι του διαμερίσματός της. Η μαμά της άνοιξε την πόρτα και άφωνη βλέποντάς τους έτσι βρώμικους και τη Φίφη αναψοκοκκινισμένη, κάθισε για λίγα δευτερόλεπτα αποσβολωμένη να τους κοιτάει, αλλά η Φίφη ξαναχτύπησε το κουδούνι μήπως και «ξυπνήσει», η κυρία Στεφανία. Και αυτό έγινε! Η μαμά ρώτησε την κόρη της τι είχε συμβεί κι αφού άκουσε όλη την ιστορία, είπε με σοβαρό ύφος:
--νομίζω πως πρέπει να κρατήσουμε το Λούκο μαζί μας.
Η Φίφη μόλις άκουσε πως ο Λούκος θα έμενε πια μαζί τους, άρχισε να κάνει σβούρες έχοντας αγκαλιά τον καινούριο φίλο της και πλέον κατοικίδιό της. Καθώς στριφογύριζε με ξέφρενη χαρά δεν πρόσεξε κι έπεσε κάτω με δύναμη, σκοντάφτοντας σ’ ένα χαρτόκουτο. Εκείνη όμως τη στιγμή δε θα μπορούσε να τη χαλάσει ένα τόσο ασήμαντο γεγονός, αν και πονούσε αφόρητα. Άρχισαν να τρέχουν δάκρυα στα ροδοκόκκινα μάγουλά της. Ήταν όμως 100% δάκρυα χαράς.
Η Φίφη κι ο Λούκος από τότε και για όλη τους τη ζωή θα ήταν πάντα μαζί. Ό,τι και να γίνει, στα εύκολα και στα δύσκολα, στις χαρές και στις λύπες. Πάντα μαζί!
Φωτεινή Μούτσιου Τουλούμη
Έφη Ξανθοπούλου
Πολυ ωραιο!
ΑπάντησηΔιαγραφή